- καπήλιον
- καπήλιον, τὸ (Α) [κάπηλος]το καπηλειό*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καπηλίοις — καπήλιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
ԿԱՊԵԼԱՅ — (ի, ից.) NBH 1 1054 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. ԿԱՊԵԼԱՅ կամ ԿԱՊԵՂԱՅ, ԿԱՊԵԼԻՈՆ ԿԱՊԵՂԻՈՆ. Բառ յն. գաբիլի՛ա, գաբիլի՛օն. καπηλεία, λείον, καπηλίον caupona, cauponaria, taberna, popina. Պանդոկի. հիւրանոց վարձիւք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿԱՊԵԼԻՈՆ — (ի, ից.) NBH 1 1054 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c գ. ԿԱՊԵԼԱՅ կամ ԿԱՊԵՂԱՅ, ԿԱՊԵԼԻՈՆ ԿԱՊԵՂԻՈՆ. Բառ յն. գաբիլի՛ա, գաբիլի՛օն. καπηλεία, λείον, καπηλίον caupona, cauponaria, taberna, popina. Պանդոկի. հիւրանոց վարձիւք.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)